- θλάσμα
- θλάσμα, ατος, τό,A bruise, Arist.Mir.841b11, LXXAm.6.12(11), Ph. 2.488, Dsc.2.170; = κοίλωμα ἄνευ ῥήξεως, dint, Sor.Fract.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θλάσμα — bruise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμα — το (ΑΜ θλάσμα) [θλω] θλάση*, σπάσιμο, σύντριμμα αρχ. πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη … Dictionary of Greek
θλάσμα — το, ατος 1. θλάση. 2. θραύσμα, το σύντριμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλασμάτων — θλάσμα bruise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμασι — θλάσμα bruise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμασιν — θλάσμα bruise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματα — θλάσμα bruise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματι — θλάσμα bruise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματος — θλάσμα bruise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου … Dictionary of Greek
θλασμός — θλασμός, ὁ (Α) [θλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θλω, το θλάσμα, η θλάση … Dictionary of Greek